μεγαλήνωρ

μεγαλήνωρ
μεγᾰλ-ήνωρ, [dialect] Dor. [suff] μεγᾰλ-άνωρ, ορος, , , ([etym.] ἀνήρ)
A high-souled, epith. of Ἡσυχία, Pi.Fr. 109.
2 haughty, Id.P.1.52.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήνωρ — high souled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλήνορα — μεγαλήνωρ high souled masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • μεγάνωρ — μεγάνωρ, ορος, ὁ και ἡ (Α) μεγαλήνωρ,* αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + ἀνήρ (πρβλ. πολυ άνωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλάνωρ — μεγαλάνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μεγαλήνωρ …   Dictionary of Greek

  • μεγαληνορία — μεγαληνορία, δωρ. τ. μεγαλανορία, ἡ (Α) [μεγαλήνωρ] 1. μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία 2. περηφάνια …   Dictionary of Greek

  • μεγαλάνορα — μεγαλά̱νορα , μεγαλήνωρ high souled masc/fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλάνορος — μεγαλά̱νορος , μεγαλήνωρ high souled masc/fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλάνωρ — μεγαλά̱νωρ , μεγαλήνωρ high souled masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”